- τίσουσιν
- заплатят
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
τίσουσιν — τί̱σουσιν , τίνω pay a price aor subj act 3rd pl (epic) τί̱σουσιν , τίνω pay a price fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) τί̱σουσιν , τίνω pay a price fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) τί̱σουσιν , τίω fut part act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τίνω — Α 1. πληρώνω κάτι που χρωστώ, καταβάλλω κάτι που οφείλω, απαλλάσσομαι από τις υποχρεώσεις μου ανταποδίδοντας κάτι («δασμὸν οὐ μικρὸν τίνει», Σοφ.) 2. ανταμείβω κάποιον για κάτι καλό που μού έχει κάνει, ανταποδίδω καλό για καλό («καὶ μὴν ὀφείλων γ … Dictionary of Greek